- εύοικος
- εὔοικος, -ον (Α)1. (κατά το Μέγα Ετυμολογικό) αυτός που έχει καλά σπίτια2. κατάλληλος, ευχάριστος, άνετος για κατοικία («οὐδ' ἔτι κύρτον ὁμῶς εὔοικον ἔχουσιν», Οππ.)3. αυτός που έχει λίγες δαπάνες, ο ολιγοδάπανος («τὰ ἴδια εὐοικότατός τε ἅμα καὶ εὐδαπανώτατος ἐγένετο», Δίων Κάσσ.)4. αγαθός, ευγενικός προς τους οικέτες, προς τους υπηρέτες του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οίκος].
Dictionary of Greek. 2013.